Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπέρδομαι
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνῡμι
προσπηδάω
προσπηχῡ́νομαι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
View word page
προσ-περιποιέω
προσ-περιποιέωcontr.vb savew.acc.a sum of moneyas surplus D.

ShortDef

to lay by

Debugging

Headword:
προσπεριποιέω
Headword (normalized):
προσπεριποιέω
Headword (normalized/stripped):
προσπεριποιεω
IDX:
34988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34989
Key:
προσπεριποιέω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-περιποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-περιποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>save<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a sum of money</Prnth>as surplus</Tr> <Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσπεριποιέω'}