Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπαρέχω
προσπαροξῡ́νω
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπέρδομαι
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνῡμι
προσπηδάω
προσπηχῡ́νομαι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
View word page
προσ-περικόπτω
προσ-περικόπτωvb colloq. take as an extra cutw.dat.for oneselfa sum of moneyHyp.

ShortDef

wheedle one out of in addition

Debugging

Headword:
προσπερικόπτω
Headword (normalized):
προσπερικόπτω
Headword (normalized/stripped):
προσπερικοπτω
IDX:
34986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34987
Key:
προσπερικόπτω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-περικόπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-περικόπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>colloq.</Indic> <Tr>take as an extra cut<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>for oneself</Expl></Tr><Obj>a sum of money<Au>Hyp.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσπερικόπτω'}