Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξῡ́νω
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπέρδομαι
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνῡμι
προσπηδάω
προσπηχῡ́νομαι
προσπίλναμαι
View word page
προσ-περιγίγνομαι
προσ-περιγίγνομαιmid.vb of a sum of money be an additional surplusD. of expensesbe paid in additionby someonePlu.

ShortDef

to remain over and above as surplus

Debugging

Headword:
προσπεριγίγνομαι
Headword (normalized):
προσπεριγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπεριγιγνομαι
IDX:
34985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34986
Key:
προσπεριγίγνομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-περιγίγνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-περιγίγνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a sum of money</Indic> <Tr>be an additional surplus</Tr><Au>D.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of expenses</Indic><Tr>be paid in addition<Expl>by someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσπεριγίγνομαι'}