Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπαρακαλέω
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξῡ́νω
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπέρδομαι
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνῡμι
προσπηδάω
View word page
προσ-πέρδομαι
προσ-πέρδομαιmid.vbact.aor.2
προσέπαρδον
of an oarsmanfart onw.dat.an oarsman belowAr.

ShortDef

break wind at

Debugging

Headword:
προσπέρδομαι
Headword (normalized):
προσπέρδομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπερδομαι
IDX:
34983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34984
Key:
προσπέρδομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-πέρδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-πέρδομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>act.aor.2</Lbl><Form>προσέπαρδον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of an oarsman</Indic><Tr>fart on</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>an oarsman below<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσπέρδομαι'}