Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσοφείλω
προσοφλισκάνω
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαλαίω
προσπαραβάλλομαι
προσπαραγράφω
προσπαρακαλέω
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξῡ́νω
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπέρδομαι
προσπεριβάλλω
View word page
προσ-παρασκευάζω
προσ-παρασκευάζωvb provide in additionanother military forceD.

ShortDef

to prepare besides

Debugging

Headword:
προσπαρασκευάζω
Headword (normalized):
προσπαρασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
προσπαρασκευαζω
IDX:
34974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34975
Key:
προσπαρασκευάζω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-παρασκευάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-παρασκευάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>provide in addition</Tr><Obj>another military force<Au>D.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσπαρασκευάζω'}