Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσορίζω
προσορμέω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
πρόσορος
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφλισκάνω
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαλαίω
προσπαραβάλλομαι
προσπαραγράφω
προσπαρακαλέω
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
View word page
προσόψιος
προσόψιοςονadjπρόσοψις of a hillwithin sight, in full viewS.

ShortDef

full in view

Debugging

Headword:
προσόψιος
Headword (normalized):
προσόψιος
Headword (normalized/stripped):
προσοψιος
IDX:
34966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34967
Key:
προσόψιος

Data

{'headword_display': '<b>προσόψιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσόψιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρόσοψις</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a hill</Indic><Tr>within sight, in full view</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσόψιος'}