Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέω
προσορίζω
προσορμέω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
πρόσορος
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφλισκάνω
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαλαίω
προσπαραβάλλομαι
προσπαραγράφω
View word page
προσ-ουρέω
προσ-ουρέωcontr.vb pisson someoneD.fig., of bad dramatistsw.dat.on TragedyAr.

ShortDef

urinate on; trifle with

Debugging

Headword:
προσουρέω
Headword (normalized):
προσουρέω
Headword (normalized/stripped):
προσουρεω
IDX:
34962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34963
Key:
προσουρέω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ουρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ουρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>piss<Expl>on someone</Expl></Tr><Au>D.</Au><vS2><Indic>fig., of bad dramatists</Indic><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>on Tragedy<Au>Ar.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προσουρέω'}