Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέω
προσορίζω
προσορμέω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
πρόσορος
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφλισκάνω
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
πρόσπαιος
View word page
προσόρμισις
προσόρμισιςεωςf coming to anchorTh.

ShortDef

a coming to anchor

Debugging

Headword:
προσόρμισις
Headword (normalized):
προσόρμισις
Headword (normalized/stripped):
προσορμισις
IDX:
34959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34960
Key:
προσόρμισις

Data

{'headword_display': '<b>προσόρμισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προσόρμισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>coming to anchor</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προσόρμισις'}