Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσόμνῡμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογίᾱ
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέω
προσορίζω
προσορμέω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
πρόσορος
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
View word page
προσ-ορέγομαι
προσ-ορέγομαιmid.vb hold out, offerw.neut.acc.moreas an inducementw.dat.to someoneHdt.

ShortDef

to stretch oneself towards, to be urgent with

Debugging

Headword:
προσορέγομαι
Headword (normalized):
προσορέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσορεγομαι
IDX:
34954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34955
Key:
προσορέγομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ορέγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ορέγομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>hold out, offer<Prnth><GLbl>w.neut.acc.</GLbl>more</Prnth>as an inducement</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσορέγομαι'}