Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσολοφῡ́ρομαι
προσομαρτέω
προσομῑλέω
προσομῑλητικός
προσόμνῡμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογίᾱ
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέω
προσορίζω
προσορμέω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
πρόσορος
View word page
προσ-όμουρος
προσ-όμουροςονIon.adjὅμορος of a peoplebordering onw.dat.another peopleHdt.

ShortDef

adjoining, adjacent

Debugging

Headword:
προσόμουρος
Headword (normalized):
προσόμουρος
Headword (normalized/stripped):
προσομουρος
IDX:
34950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34951
Key:
προσόμουρος

Data

{'headword_display': '<b>προσ-όμουρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσ-όμουρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>ὅμορος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>bordering on<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>another people</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσόμουρος'}