Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσοίχομαι
προσολοφῡ́ρομαι
προσομαρτέω
προσομῑλέω
προσομῑλητικός
προσόμνῡμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογίᾱ
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέω
προσορίζω
προσορμέω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
View word page
προσ-ομόργνυμαι
προσ-ομόργνυμαιmid.vb fig.wipe offone's pollutionw.dat.on people, i.e. implicate them in one's crimePlu.

ShortDef

wipe off upon

Debugging

Headword:
προσομόργνυμαι
Headword (normalized):
προσομόργνυμαι
Headword (normalized/stripped):
προσομοργνυμαι
IDX:
34949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34950
Key:
προσομόργνυμαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ομόργνυμαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-ομόργνυμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig.</Indic><Tr>wipe off</Tr><Obj>one's pollution<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>on people, i.e. implicate them in one's crime</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'προσομόργνυμαι'}