Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσοικειόω
προσοικέω
προσοικοδομέω
πρόσοικος
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσολοφῡ́ρομαι
προσομαρτέω
προσομῑλέω
προσομῑλητικός
προσόμνῡμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογίᾱ
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
View word page
προσ-όμνῡμι
προσ-όμνῡμιvbalsopres.προσομνύωD. swear in additionw.fut.inf.to do sthg.X.w.cogn.acc.an oathD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσόμνῡμι
Headword (normalized):
προσόμνῡμι
Headword (normalized/stripped):
προσομνυμι
IDX:
34944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34945
Key:
προσόμνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-όμνῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-όμνῡμι</HL><PS>vb</PS><vHG2><Lbl>also<Expl>pres.</Expl></Lbl><HL2>προσομνύω<Au>D.</Au></HL2></vHG2></vHG> <vS1><Tr>swear in addition</Tr><Cmpl><GLbl>w.fut.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>X.</Au></Cmpl><Obj><GLbl>w.cogn.acc.</GLbl>an oath<Au>D.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσόμνῡμι'}