Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσοιδα
προσοικειόω
προσοικέω
προσοικοδομέω
πρόσοικος
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσολοφῡ́ρομαι
προσομαρτέω
προσομῑλέω
προσομῑλητικός
προσόμνῡμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογίᾱ
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσοργίζομαι
View word page
προσομῑλητικός
προσομῑλητικόςή όνadj of the artof social relationsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσομῑλητικός
Headword (normalized):
προσομῑλητικός
Headword (normalized/stripped):
προσομιλητικος
IDX:
34943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34944
Key:
προσομῑλητικός

Data

{'headword_display': '<b>προσομῑλητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσομῑλητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of social relations</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσομῑλητικός'}