Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσόδιος
πρόσοδος
προσόζω
πρόσοιδα
προσοικειόω
προσοικέω
προσοικοδομέω
πρόσοικος
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσολοφῡ́ρομαι
προσομαρτέω
προσομῑλέω
προσομῑλητικός
προσόμνῡμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογίᾱ
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
View word page
προσ-ολοφῡ́ρομαι
προσ-ολοφῡ́ρομαιmid.vb express one's griefw.dat.to someoneTh. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσολοφῡ́ρομαι
Headword (normalized):
προσολοφῡ́ρομαι
Headword (normalized/stripped):
προσολοφυρομαι
IDX:
34940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34941
Key:
προσολοφῡ́ρομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ολοφῡ́ρομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-ολοφῡ́ρομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>express one's grief</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Au>Th. Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'προσολοφῡ́ρομαι'}