Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσξυλλαμβάνω
προσόδιος
πρόσοδος
προσόζω
πρόσοιδα
προσοικειόω
προσοικέω
προσοικοδομέω
πρόσοικος
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσολοφῡ́ρομαι
προσομαρτέω
προσομῑλέω
προσομῑλητικός
προσόμνῡμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογίᾱ
προσομόργνυμαι
View word page
προσ-οίχομαι
προσ-οίχομαιmid.vb go on one's wayw.prep.phr.to a placePi.

ShortDef

to have gone to

Debugging

Headword:
προσοίχομαι
Headword (normalized):
προσοίχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσοιχομαι
IDX:
34939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34940
Key:
προσοίχομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-οίχομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-οίχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>go on one's way</Tr><PrPhr><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>to a place<Au>Pi.</Au></PrPhr> </vS1> </VE>", 'key': 'προσοίχομαι'}