Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσμολεῖν
προσναυπηγέομαι
προσνᾱ́χω
προσνέμω
προσνεύω
προσνέω
προσνήχω
προσνῑ́σομαι
προσνωμάω
προσξυλλαμβάνω
προσόδιος
πρόσοδος
προσόζω
πρόσοιδα
προσοικειόω
προσοικέω
προσοικοδομέω
πρόσοικος
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσολοφῡ́ρομαι
View word page
προσόδιος
προσόδιοςονadjπρόσοδος of trumpet-musicprocessional, march-likePlu.neut.sb.processional hymnAr.

ShortDef

belonging to or used in processions, processional

Debugging

Headword:
προσόδιος
Headword (normalized):
προσόδιος
Headword (normalized/stripped):
προσοδιος
IDX:
34930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34931
Key:
προσόδιος

Data

{'headword_display': '<b>προσόδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσόδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρόσοδος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of trumpet-music</Indic><Tr>processional, march-like</Tr><Au>Plu.</Au><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>processional hymn</Def><Au>Ar.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'προσόδιος'}