Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁλίζομαι
ᾱ̔λίζω
ἁλίη
ᾱ̔λίη
ἁλιήρης
ᾱ̓λίθιος
ἄλιθος
Ἁλικαρνᾱσσός
ᾱ̔λικίᾱ
ἁλίκλυστος
ἁλίκτυπος
ἁλιμέδων
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἁλιμῡρήεις
ἁλιναιέτᾱς
ἀλινδέομαι
ἀλινδήθρᾱ
ἅλινος
ἇλιξ
ᾱ̔λιόκαυστος
View word page
ἁλί-κτυπος
ἁλί-κτυποςονadjκτύπος of a wavesea-crashingE.of shipscrashing through the seaS.

ShortDef

groaning at sea

Debugging

Headword:
ἁλίκτυπος
Headword (normalized):
ἁλίκτυπος
Headword (normalized/stripped):
αλικτυπος
IDX:
3492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3493
Key:
ἁλίκτυπος

Data

{'headword_display': '<b>ἁλί-κτυπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁλί-κτυπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτύπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wave</Indic><Tr>sea-crashing</Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>of ships</Indic><Tr>crashing through the sea</Tr><Au>S.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἁλίκτυπος'}