Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσμερίζω
προσμεταπέμπομαι
προσμηχανάομαι
προσμῑ́γνῡμι
προσμισθόω
προσμολεῖν
προσναυπηγέομαι
προσνᾱ́χω
προσνέμω
προσνεύω
προσνέω
προσνήχω
προσνῑ́σομαι
προσνωμάω
προσξυλλαμβάνω
προσόδιος
πρόσοδος
προσόζω
πρόσοιδα
προσοικειόω
προσοικέω
View word page
προσ-νέω
προσ-νέωcontr.vbνέω1aor.
προσένευσα
swim upto a shipTh.

ShortDef

to swim to
heap up against

Debugging

Headword:
προσνέω
Headword (normalized):
προσνέω
Headword (normalized/stripped):
προσνεω
IDX:
34925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34926
Key:
προσνέω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-νέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-νέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>νέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>προσένευσα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>swim up<Expl>to a ship</Expl></Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσνέω'}