Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσμένω
προσμερίζω
προσμεταπέμπομαι
προσμηχανάομαι
προσμῑ́γνῡμι
προσμισθόω
προσμολεῖν
προσναυπηγέομαι
προσνᾱ́χω
προσνέμω
προσνεύω
προσνέω
προσνήχω
προσνῑ́σομαι
προσνωμάω
προσξυλλαμβάνω
προσόδιος
πρόσοδος
προσόζω
πρόσοιδα
προσοικειόω
View word page
προσ-νεύω
προσ-νεύωvb incline one's headtowards someonePlu.

ShortDef

to nod to, assent

Debugging

Headword:
προσνεύω
Headword (normalized):
προσνεύω
Headword (normalized/stripped):
προσνευω
IDX:
34924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34925
Key:
προσνεύω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-νεύω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-νεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>incline one's head<Expl>towards someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'προσνεύω'}