Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσμείγνῡμι
πρόσμειξις
προσμένω
προσμερίζω
προσμεταπέμπομαι
προσμηχανάομαι
προσμῑ́γνῡμι
προσμισθόω
προσμολεῖν
προσναυπηγέομαι
προσνᾱ́χω
προσνέμω
προσνεύω
προσνέω
προσνήχω
προσνῑ́σομαι
προσνωμάω
προσξυλλαμβάνω
προσόδιος
πρόσοδος
προσόζω
View word page
προσνᾱ́χω
προσνᾱ́χωdial.vbseeπροσνήχω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσνᾱ́χω
Headword (normalized):
προσνᾱ́χω
Headword (normalized/stripped):
προσναχω
IDX:
34922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34923
Key:
προσνᾱ́χω

Data

{'headword_display': '<b>προσνᾱ́χω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>προσνᾱ́χω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>προσνήχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προσνᾱ́χω'}