Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσμάχομαι
προσμείγνῡμι
πρόσμειξις
προσμένω
προσμερίζω
προσμεταπέμπομαι
προσμηχανάομαι
προσμῑ́γνῡμι
προσμισθόω
προσμολεῖν
προσναυπηγέομαι
προσνᾱ́χω
προσνέμω
προσνεύω
προσνέω
προσνήχω
προσνῑ́σομαι
προσνωμάω
προσξυλλαμβάνω
προσόδιος
πρόσοδος
View word page
προσ-ναυπηγέομαι
προσ-ναυπηγέομαιmid.contr.vb buildw.acc.other shipstooHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσναυπηγέομαι
Headword (normalized):
προσναυπηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσναυπηγεομαι
IDX:
34921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34922
Key:
προσναυπηγέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ναυπηγέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ναυπηγέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>build<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>other ships</Prnth>too</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσναυπηγέομαι'}