Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσμάσσω
προσμάχομαι
προσμείγνῡμι
πρόσμειξις
προσμένω
προσμερίζω
προσμεταπέμπομαι
προσμηχανάομαι
προσμῑ́γνῡμι
προσμισθόω
προσμολεῖν
προσναυπηγέομαι
προσνᾱ́χω
προσνέμω
προσνεύω
προσνέω
προσνήχω
προσνῑ́σομαι
προσνωμάω
προσξυλλαμβάνω
προσόδιος
View word page
προσμολεῖν
προσμολεῖνaor.2 inf.seeπροσβλώσκω

ShortDef

to come

Debugging

Headword:
προσμολεῖν
Headword (normalized):
προσμολεῖν
Headword (normalized/stripped):
προσμολειν
IDX:
34920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34921
Key:
προσμολεῖν

Data

{'headword_display': '<b>προσμολεῖν</b>', 'content': '<XE><RefFm>προσμολεῖν<LblR>aor.2 inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προσβλώσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προσμολεῖν'}