Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσληψις
προσλῑπαρέω
προσλογίζομαι
προσμανθάνω
προσμαρτυρέω
προσμάσσω
προσμάχομαι
προσμείγνῡμι
πρόσμειξις
προσμένω
προσμερίζω
προσμεταπέμπομαι
προσμηχανάομαι
προσμῑ́γνῡμι
προσμισθόω
προσμολεῖν
προσναυπηγέομαι
προσνᾱ́χω
προσνέμω
View word page
πρόσμειξις
πρόσμειξιςεωςf approach, attackof enemy troopsTh.

ShortDef

coming near to

Debugging

Headword:
πρόσμειξις
Headword (normalized):
πρόσμειξις
Headword (normalized/stripped):
προσμειξις
IDX:
34913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34914
Key:
πρόσμειξις

Data

{'headword_display': '<b>πρόσμειξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόσμειξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>approach, attack<Expl>of enemy troops</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόσμειξις'}