Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἁλίζομαι
ᾱ̔λίζω
ἁλίη
ᾱ̔λίη
ἁλιήρης
ᾱ̓λίθιος
ἄλιθος
Ἁλικαρνᾱσσός
ᾱ̔λικίᾱ
ἁλίκλυστος
ἁλίκτυπος
ἁλιμέδων
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἁλιμῡρήεις
ἁλιναιέτᾱς
ἀλινδέομαι
ἀλινδήθρᾱ
ἅλινος
View word page
ᾱ̔λικίᾱ
ᾱ̔λικίᾱdial.f ᾱ̓λικίᾱAeol.fseeἡλικίᾱ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̔λικίᾱ
Headword (normalized):
ᾱ̔λικίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αλικια
IDX:
3490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3491
Key:
ᾱ̔λικίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̔λικίᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ᾱ̔λικίᾱ</HL><PS>dial.f</PS></HG> <HG><HL>ᾱ̓λικίᾱ</HL><PS>Aeol.f</PS></HG><XR>see<Ref>ἡλικίᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾱ̔λικίᾱ'}