Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύσαι
πρόσκωποι
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγομαι
προσλείπω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσληψις
προσλῑπαρέω
προσλογίζομαι
προσμανθάνω
προσμαρτυρέω
προσμάσσω
View word page
προσ-λάμπω
προσ-λάμπωvb of a heavenly bodyshine upon, illuminateanotherPl.

ShortDef

to shine with

Debugging

Headword:
προσλάμπω
Headword (normalized):
προσλάμπω
Headword (normalized/stripped):
προσλαμπω
IDX:
34900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34901
Key:
προσλάμπω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-λάμπω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-λάμπω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a heavenly body</Indic><Tr>shine upon, illuminate<Expl>another</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσλάμπω'}