Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκτάομαι
προσκυλίνδω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύσαι
πρόσκωποι
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγομαι
προσλείπω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσληψις
προσλῑπαρέω
προσλογίζομαι
View word page
προσ-λάζυμαι
προσ-λάζυμαιmid.vb take holdw.gen.of someone's handE.

ShortDef

to take hold of besides

Debugging

Headword:
προσλάζυμαι
Headword (normalized):
προσλάζυμαι
Headword (normalized/stripped):
προσλαζυμαι
IDX:
34897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34898
Key:
προσλάζυμαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-λάζυμαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-λάζυμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>take hold</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone's hand<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'προσλάζυμαι'}