Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσκρουσις
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκυλίνδω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύσαι
πρόσκωποι
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγομαι
προσλείπω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσληψις
View word page
πρόσ-κωποι
πρόσ-κωποιωνm.plκώπη men at the oaroarsmenTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόσκωποι
Headword (normalized):
πρόσκωποι
Headword (normalized/stripped):
προσκωποι
IDX:
34895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34896
Key:
πρόσκωποι

Data

{'headword_display': '<b>πρόσ-κωποι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόσ-κωποι</HL><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS><Ety><Ref>κώπη</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>men at the oar</Def><Tr>oarsmen</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόσκωποι'}