Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκόπτω
προσκοσμέω
προσκρέμαμαι
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκυλίνδω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύσαι
πρόσκωποι
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγομαι
View word page
προσκυνητής
προσκυνητήςοῦm worshipperNT.

ShortDef

a worshipper

Debugging

Headword:
προσκυνητής
Headword (normalized):
προσκυνητής
Headword (normalized/stripped):
προσκυνητης
IDX:
34891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34892
Key:
προσκυνητής

Data

{'headword_display': '<b>προσκυνητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προσκυνητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>worshipper</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προσκυνητής'}