Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκοσμέω
προσκρέμαμαι
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκυλίνδω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύσαι
πρόσκωποι
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
View word page
προσκύνησις
προσκύνησιςεωςf obeisanceas an act of worshipPl.before a rulerArist. Plu.

ShortDef

adoration, obeisance, a salam

Debugging

Headword:
προσκύνησις
Headword (normalized):
προσκύνησις
Headword (normalized/stripped):
προσκυνησις
IDX:
34890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34891
Key:
προσκύνησις

Data

{'headword_display': '<b>προσκύνησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προσκύνησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>obeisance<Expl>as an act of worship</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><nS2><Indic>before a ruler</Indic><Au>Arist. Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'προσκύνησις'}