Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁλιερκής
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἁλίζομαι
ᾱ̔λίζω
ἁλίη
ᾱ̔λίη
ἁλιήρης
ᾱ̓λίθιος
ἄλιθος
Ἁλικαρνᾱσσός
ᾱ̔λικίᾱ
ἁλίκλυστος
ἁλίκτυπος
ἁλιμέδων
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἁλιμῡρήεις
ἁλιναιέτᾱς
ἀλινδέομαι
View word page
ἄ-λιθος
ἄ-λιθοςονadjprivatv.prfx.,λίθος of groundnot stonyX.

ShortDef

without stones, not stony

Debugging

Headword:
ἄλιθος
Headword (normalized):
ἄλιθος
Headword (normalized/stripped):
αλιθος
IDX:
3488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3489
Key:
ἄλιθος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-λιθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-λιθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>λίθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ground</Indic><Tr>not stony</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄλιθος'}