Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκνάομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάομαι
προσκομίζω
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκοσμέω
προσκρέμαμαι
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκυλίνδω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
View word page
προσ-κρέμαμαι
προσ-κρέμαμαιpass.vbκρεμάννῡμι of a shiphang on, be attachedw.dat.to another shipafter a collisionPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσκρέμαμαι
Headword (normalized):
προσκρέμαμαι
Headword (normalized/stripped):
προσκρεμαμαι
IDX:
34883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34884
Key:
προσκρέμαμαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-κρέμαμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-κρέμαμαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>κρεμάννῡμι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>hang on, be attached</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to another ship<Expl>after a collision</Expl><Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσκρέμαμαι'}