Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσκλησις
προσκλῑ́νω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάομαι
προσκομίζω
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκοσμέω
προσκρέμαμαι
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκυλίνδω
προσκυνέω
View word page
προσκοπή2
προσκοπή2ῆςfπροσκόπτω taking of offenceoffence, resentmentPlb.

ShortDef

a looking out for
an offence

Debugging

Headword:
προσκοπή
Headword (normalized):
προσκοπή
Headword (normalized/stripped):
προσκοπη
IDX:
34879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34880
Key:
προσκοπή_2

Data

{'headword_display': '<b>προσκοπή</b><sup>2</sup>', 'content': '<NE><HG><HL>προσκοπή<Hm>2</Hm></HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>προσκόπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>taking of offence</Def><Tr>offence, resentment</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προσκοπή_2'}