Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκατηγορέω
προσκάτημαι
πρόσκειμαι
προσκέπτομαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκηρῡκεύομαι
προσκῑνέομαι
προσκλάομαι
προσκληρόομαι
πρόσκλησις
προσκλῑ́νω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάομαι
προσκομίζω
προσκοπέω
View word page
προσ-κλάομαι
προσ-κλάομαιpass.contr.vb of a ridersuffer a fractureby striking one's leg against sthg.X.

ShortDef

to be shivered against

Debugging

Headword:
προσκλάομαι
Headword (normalized):
προσκλάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκλαομαι
IDX:
34867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34868
Key:
προσκλάομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-κλάομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-κλάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a rider</Indic><Tr>suffer a fracture<Expl>by striking one's leg against sthg.</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'προσκλάομαι'}