Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκατατίθημι
προσκαταψεύδομαι
προσκατηγορέω
προσκάτημαι
πρόσκειμαι
προσκέπτομαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκηρῡκεύομαι
προσκῑνέομαι
προσκλάομαι
προσκληρόομαι
πρόσκλησις
προσκλῑ́νω
πρόσκλισις
προσκλύζω
προσκνάομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάομαι
View word page
προσ-κηρῡκεύομαι
προσ-κηρῡκεύομαιmid.vb of a peoplesend heraldsto another peoplemake diplomatic overturesTh.treaty

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσκηρῡκεύομαι
Headword (normalized):
προσκηρῡκεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκηρυκευομαι
IDX:
34865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34866
Key:
προσκηρῡκεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-κηρῡκεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-κηρῡκεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a people</Indic><Def>send heralds<Expl>to another people</Expl></Def><Tr>make diplomatic overtures</Tr><Au>Th.<LblR>treaty</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσκηρῡκεύομαι'}