Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασπάω
προσκατατάττω
προσκατατίθημι
προσκαταψεύδομαι
προσκατηγορέω
προσκάτημαι
πρόσκειμαι
προσκέπτομαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκηρῡκεύομαι
προσκῑνέομαι
προσκλάομαι
προσκληρόομαι
πρόσκλησις
προσκλῑ́νω
πρόσκλισις
View word page
προσ-κερδαίνω
προσ-κερδαίνωvb of a money-lendermake additional profitD. gainw.acc.bodily healthas wellas a good reputationPlb.

ShortDef

to gain besides

Debugging

Headword:
προσκερδαίνω
Headword (normalized):
προσκερδαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσκερδαινω
IDX:
34861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34862
Key:
προσκερδαίνω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-κερδαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-κερδαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a money-lender</Indic><Tr>make additional profit</Tr><Au>D.</Au> </vS1> <vS1><Tr>gain<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>bodily health</Prnth>as well<Expl>as a good reputation</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσκερδαίνω'}