Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταμένω
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασπάω
προσκατατάττω
προσκατατίθημι
προσκαταψεύδομαι
προσκατηγορέω
προσκάτημαι
πρόσκειμαι
προσκέπτομαι
προσκερδαίνω
προσκεφάλαιον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκηρῡκεύομαι
προσκῑνέομαι
View word page
προσ-καταψεύδομαι
προσ-καταψεύδομαιmid.vb make further false accusations againstw.gen.someonePlb.

ShortDef

tell more lies of

Debugging

Headword:
προσκαταψεύδομαι
Headword (normalized):
προσκαταψεύδομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκαταψευδομαι
IDX:
34856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34857
Key:
προσκαταψεύδομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-καταψεύδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-καταψεύδομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make further false accusations against</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσκαταψεύδομαι'}