Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκαρτερέω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχῡ́νω
προσκατακλαίομαι
προσκατακτάομαι
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταμένω
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασπάω
προσκατατάττω
προσκατατίθημι
προσκαταψεύδομαι
προσκατηγορέω
προσκάτημαι
πρόσκειμαι
προσκέπτομαι
View word page
προσ-κατανέμω
προσ-κατανέμωvb allocateto the populacein additiona second CouncilPlu. also allocatelandw.dat.to peoplePlu.

ShortDef

to assign besides

Debugging

Headword:
προσκατανέμω
Headword (normalized):
προσκατανέμω
Headword (normalized/stripped):
προσκατανεμω
IDX:
34850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34851
Key:
προσκατανέμω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-κατανέμω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-κατανέμω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>allocate<Prnth>to the populace</Prnth>in addition</Tr><Obj>a second Council<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>also allocate</Tr><Obj>land<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to people</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσκατανέμω'}