Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκαίω
προσκαλέω
προσκαρτερέω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχῡ́νω
προσκατακλαίομαι
προσκατακτάομαι
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταμένω
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασπάω
προσκατατάττω
προσκατατίθημι
προσκαταψεύδομαι
προσκατηγορέω
προσκάτημαι
View word page
προσ-καταλλάττομαι
προσ-καταλλάττομαιAtt.mid.vbκαταλλάσσω leg., of disputantsagree to a settlementArist.

ShortDef

to become reconciled besides

Debugging

Headword:
προσκαταλλάττομαι
Headword (normalized):
προσκαταλλάττομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκαταλλαττομαι
IDX:
34848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34849
Key:
προσκαταλλάττομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-καταλλάττομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-καταλλάττομαι</HL><PS>Att.mid.vb</PS><Ety><Ref>καταλλάσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>leg., of disputants</Indic><Tr>agree to a settlement</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσκαταλλάττομαι'}