Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκαθοπλίζω
προσκαθοράω
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκαρτερέω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχῡ́νω
προσκατακλαίομαι
προσκατακτάομαι
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταμένω
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασπάω
προσκατατάττω
προσκατατίθημι
View word page
προσ-κατακτάομαι
προσ-κατακτάομαιmid.contr.vb gainw.acc.someone's landin additionto recovering one's ownPlb.

ShortDef

acquire besides

Debugging

Headword:
προσκατακτάομαι
Headword (normalized):
προσκατακτάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκατακταομαι
IDX:
34845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34846
Key:
προσκατακτάομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-κατακτάομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-κατακτάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>gain<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone's land</Prnth>in addition<Expl>to recovering one's own</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'προσκατακτάομαι'}