Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκαθίστημι
προσκαθοπλίζω
προσκαθοράω
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκαρτερέω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχῡ́νω
προσκατακλαίομαι
προσκατακτάομαι
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταμένω
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασπάω
προσκατατάττω
View word page
προσ-κατακλαίομαι
προσ-κατακλαίομαιmid.vb also lamentsomeonePlb.

ShortDef

lament one with another

Debugging

Headword:
προσκατακλαίομαι
Headword (normalized):
προσκατακλαίομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκατακλαιομαι
IDX:
34844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34845
Key:
προσκατακλαίομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-κατακλαίομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-κατακλαίομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>also lament<Expl>someone</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσκατακλαίομαι'}