Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκαθίζω
προσκαθίστημι
προσκαθοπλίζω
προσκαθοράω
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκαρτερέω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχῡ́νω
προσκατακλαίομαι
προσκατακτάομαι
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταμένω
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
προσκατασκευάζω
προσκατασπάω
View word page
προσ-καταισχῡ́νω
προσ-καταισχῡ́νωvb of a badly made funeral monument for one's mistressbring further shame toa tribute which was itself ignoblePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσκαταισχῡ́νω
Headword (normalized):
προσκαταισχῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταισχυνω
IDX:
34843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34844
Key:
προσκαταισχῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-καταισχῡ́νω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-καταισχῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a badly made funeral monument for one's mistress</Indic><Tr>bring further shame to</Tr><Obj>a tribute which was itself ignoble<Au>Plu.</Au> </Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'προσκαταισχῡ́νω'}