Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
προσκαθοπλίζω
προσκαθοράω
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκαρτερέω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχῡ́νω
προσκατακλαίομαι
προσκατακτάομαι
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταμένω
προσκατανέμω
προσκαταριθμέω
View word page
προσ-κατάβλημα
προσ-κατάβλημαατοςnκαταβάλλω supplementary paymentto make up a shortfallD.

ShortDef

that which is paid besides

Debugging

Headword:
προσκατάβλημα
Headword (normalized):
προσκατάβλημα
Headword (normalized/stripped):
προσκαταβλημα
IDX:
34841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34842
Key:
προσκατάβλημα

Data

{'headword_display': '<b>προσ-κατάβλημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προσ-κατάβλημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>καταβάλλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>supplementary payment<Expl>to make up a shortfall</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προσκατάβλημα'}