Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσίστημι
προσιστορέω
προσίσχω
προσιτός
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
προσκαθοπλίζω
προσκαθοράω
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκαρτερέω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχῡ́νω
προσκατακλαίομαι
προσκατακτάομαι
προσκαταλέγω
View word page
προσ-καθοράω
προσ-καθοράωcontr.vb perceive alsothe underlying sciencew. πρός + dat.in addition to each separate thingPl.

ShortDef

behold besides

Debugging

Headword:
προσκαθοράω
Headword (normalized):
προσκαθοράω
Headword (normalized/stripped):
προσκαθοραω
IDX:
34836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34837
Key:
προσκαθοράω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-καθοράω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-καθοράω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>perceive also</Tr><Obj>the underlying science<Expl><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + dat.</GLbl>in addition to each separate thing</Expl><Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσκαθοράω'}