Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσίσχω
προσιτός
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
προσκαθοπλίζω
προσκαθοράω
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκαρτερέω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχῡ́νω
προσκατακλαίομαι
προσκατακτάομαι
View word page
προσ-καθοπλίζω
προσ-καθοπλίζωvb of a kingalso arma class of peoplePlu.

ShortDef

arm besides

Debugging

Headword:
προσκαθοπλίζω
Headword (normalized):
προσκαθοπλίζω
Headword (normalized/stripped):
προσκαθοπλιζω
IDX:
34835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34836
Key:
προσκαθοπλίζω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-καθοπλίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-καθοπλίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a king</Indic><Tr>also arm</Tr><Obj>a class of people<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσκαθοπλίζω'}