Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσίκτωρ
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσίσχω
προσιτός
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκάθημαι
προσκαθίζω
προσκαθίστημι
προσκαθοπλίζω
προσκαθοράω
πρόσκαιρος
προσκαίω
προσκαλέω
προσκαρτερέω
προσκατάβλημα
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταισχῡ́νω
προσκατακλαίομαι
View word page
προσ-καθίστημι
προσ-καθίστημιvb appointw.acc.a priestadditionallyw.dat.to existing priestsPlu.

ShortDef

to appoint besides

Debugging

Headword:
προσκαθίστημι
Headword (normalized):
προσκαθίστημι
Headword (normalized/stripped):
προσκαθιστημι
IDX:
34834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34835
Key:
προσκαθίστημι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-καθίστημι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-καθίστημι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>appoint<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a priest</Prnth>additionally</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to existing priests<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσκαθίστημι'}