Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁλιβαφής
ἁλίβλητος
ἁλίβροχος
ἀλίγκιος
ἁλίδρομος
ἁλιείᾱ
ἁλιερκής
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἁλίζομαι
ᾱ̔λίζω
ἁλίη
ᾱ̔λίη
ἁλιήρης
ᾱ̓λίθιος
ἄλιθος
Ἁλικαρνᾱσσός
ᾱ̔λικίᾱ
ἁλίκλυστος
ἁλίκτυπος
View word page
ἁλίζομαι
ἁλίζομαιpass.vbἅλς be made saltyNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁλίζομαι
Headword (normalized):
ἁλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αλιζομαι
IDX:
3482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3483
Key:
ἁλίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἁλίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἁλίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>ἅλς</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be made salty</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἁλίζομαι'}