Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓λίβατος
ἁλιβαφής
ἁλίβλητος
ἁλίβροχος
ἀλίγκιος
ἁλίδρομος
ἁλιείᾱ
ἁλιερκής
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἁλίζομαι
ᾱ̔λίζω
ἁλίη
ᾱ̔λίη
ἁλιήρης
ᾱ̓λίθιος
ἄλιθος
Ἁλικαρνᾱσσός
ᾱ̔λικίᾱ
ἁλίκλυστος
View word page
ἁλιεύω
ἁλιεύωvb fishNT. Plu.

ShortDef

to be a fisher

Debugging

Headword:
ἁλιεύω
Headword (normalized):
ἁλιεύω
Headword (normalized/stripped):
αλιευω
IDX:
3481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3482
Key:
ἁλιεύω

Data

{'headword_display': '<b>ἁλιεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἁλιεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>fish</Tr><Au>NT. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἁλιεύω'}