Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσηλόω
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσήνεμος
προσήνεπε
προσηνής
προσήρεικα
προσηχέω
προσηῷος
προσθᾱκέω
πρόσθε(ν)
πρόσθεσις
πρόσθετος
προσθέω
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθόδομος
προσθροέω
View word page
προσ-θᾱκέω
προσ-θᾱκέωcontr.vb sit beggingw.cogn.acc.in a suppliant postureS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσθᾱκέω
Headword (normalized):
προσθᾱκέω
Headword (normalized/stripped):
προσθακεω
IDX:
34809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34810
Key:
προσθᾱκέω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-θᾱκέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-θᾱκέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>sit begging</Tr><Cmpl><GLbl>w.cogn.acc.</GLbl>in a suppliant posture<Au>S.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσθᾱκέω'}