Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσηκάμην
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσήνεμος
προσήνεπε
προσηνής
προσήρεικα
προσηχέω
προσηῷος
προσθᾱκέω
πρόσθε(ν)
πρόσθεσις
πρόσθετος
προσθέω
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
View word page
προσήρεικα
προσήρεικαπροσηρήρεικαpf.seeπροσερείδω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσήρεικα
Headword (normalized):
προσήρεικα
Headword (normalized/stripped):
προσηρεικα
IDX:
34806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34807
Key:
προσήρεικα

Data

{'headword_display': '<b>προσήρεικα</b>', 'content': '<XE><RefFm>προσήρεικα<and/>προσηρήρεικα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προσερείδω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προσήρεικα'}