Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
προσήγορος
προσήιξαι
προσηκάμην
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσήνεμος
προσήνεπε
προσηνής
προσήρεικα
προσηχέω
προσηῷος
προσθᾱκέω
πρόσθε(ν)
πρόσθεσις
πρόσθετος
προσθέω
προσθήκη
View word page
προσήνεπε
προσήνεπε
3sg.impf.
see
προσεννέπω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσήνεπε
Headword (normalized):
προσήνεπε
Headword (normalized/stripped):
προσηνεπε
IDX:
34804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34805
Key:
προσήνεπε
Data
{'headword_display': '<b>προσήνεπε</b>', 'content': '<XE><RefFm>προσήνεπε<LblR>3sg.impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προσεννέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προσήνεπε'}